οφθαλμολογία

οφθαλμολογία
η
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις τού οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologie (< οφθαλμός + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμολογία — η κλάδος της ιατρικής για την παθολογία και θεραπεία των παθήσεων των ματιών: Ειδικότητα οφθαλμολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμολογικός — ή, ό [οφθαλμολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οφθαλμολογία («οφθαλμολογικό ινστιτούτο») …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τών οφθαλμών («οφθαλμιατρική κλινική») 2. το θηλ. ως ουσ. η οφθαλμιατρική κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τής λειτουργίας και τών παθήσεων τού ματιού καθώς και με τη θεραπεία τών… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… …   Dictionary of Greek

  • σκιασκόπιο — το, Ν ιατρ. ειδικό κάτοπτρο που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία για τον προσδιορισμό τής διαθλαστικής ικανότητας τού φακού τού οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • Κοσμετάτος-Φωκάς, Γεώργιος — (Αργοστόλι 1876 – 1973). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία. Το 1905 διορίστηκε υφηγητής οφθαλμολογίας και το 1919 έκτακτος καθηγητής ιστολογίας και εμβρυολογίας. Το 1931 κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή… …   Dictionary of Greek

  • Χάαμπ, Ότο — (Haab, 1850 – 1931). Ελβετός οφθαλμίατρος και καθηγητής της οφθαλμολογίας στην ιατρική σχολή της Ζυρίχης. Οι εργασίες του για τις παθήσεις του βυθού του ματιού, τις εξωτερικές παθήσεις του ματιού καθώς και για τις μεθόδους εγχείρησης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”